- κοπρανώδης
- -ες1. αυτός που μοιάζει με κόπρανα ή που περιέχει κόπρανα2. φρ. «κοπρανώδεις έμετοι» — οι έμετοι που επέρχονται κατά τα τελικά στάδια τής εντερικής αποφράξεως και οι οποίοι έχουν οσμή κοπράνων, επειδή αποτελούν αναγωγή κοπρανώδους περιεχομένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρανα, τα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.